- υπέρκομπος
- -ον, Ααυτός που κομπάζει υπέρμετρα, ο υπέρμετρα αλαζόνας2. (για πράγμ.) έξοχος, εξαίρετος («αἱ δ' ὑπέρκομποι τάχει [νῆες]», Αισχύλ.).επίρρ...ὑπερκόμπως Αμε ιδιαίτερα κομπαστικό, αλαζονικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -κομπος (< κόμπος [Ι] «χτύπος, θόρυβος»), πρβλ. πολύ-κομπος].
Dictionary of Greek. 2013.